- υπέρμεγας
- άλη, α чрезвычайно большой, огромный, громадный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑπέρμεγας — immensely great masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρμεγας — ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ [μέγας] πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης … Dictionary of Greek
ὑπέρμεγα — ὑπέρμεγας immensely great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρμεγαν — ὑπέρμεγας immensely great masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek